- θυσείω
- θῡσείω, Desiderat. of θύω, Hdn.Epim.249.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυσείω — (Α) επιθυμώ να θυσιάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού θύω (I) < θ. θύσ (πρβλ. μέλλ. θύσ ω) + κατάλ. εφετικών ρ. είω (πρβλ. εργα σείω, πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek